- ἀναθάλλει
- ἀναθάλλωshoot up againpres ind mp 2nd sgἀναθάλλωshoot up againpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναθάλλω — ανάθαλα, ξανανθίζω, αναζωογονούμαι: Οι Έλληνες, ύστερα από πολλά χρόνια σκλαβιάς, είδαν την πατρίδα τους να αναθάλλει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)